παρατρώγω

παρατρώγω
ΝΜΑ, παρατρώω Ν
νεοελλ.
τρώγω υπερβολικά, ντερλικώνω
(μσν-αρχ.) (κυριολ. και μτφ.) δαγκώνω, τσιμπώ κρυφά στο πλάι, στην άκρη, κόβω με τα δόντια κάτι (α. «τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν;», Αριστοφ.
β. «δικαστηρίων παρατρώγειν», Φιλόστρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρατρώγω — παράφαγα, παραφαγωμένος, τρώγω υπερβολικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρατρώγει — παρατρώγω nibble at pres ind mp 2nd sg παρατρώγω nibble at pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρώγουσι — παρατρώγω nibble at pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρατρώγω nibble at pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέτραγον — παρατρώγω nibble at aor ind act 3rd pl παρατρώγω nibble at aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέτρωγον — παρατρώγω nibble at imperf ind act 3rd pl παρατρώγω nibble at imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατετρώχθω — παρατρώγω nibble at perf imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατραγόντες — παρατρώγω nibble at aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρώγουσα — παρατρώγω nibble at pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρώγουσαι — παρατρώγω nibble at pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέτραγε — παρατρώγω nibble at aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”